κλινοκοσμώ

κλινοκοσμώ
κλινοκοσμῶ, -έω (Α)
1. τακτοποιώ τα ανάκλιντρα για το δείπνο
2. μτφ. μιλώ διαρκώς για την τακτοποίηση τών δειπνητικών κλινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κοσμῶ (< κόσμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”